Έκαμε κάτι ρόνια η Αγγιολίνα μας τη κάψα τση Οβριακής μην εύρη λατονιέρη νσ τση φτιάκει τη Ζγόρνα.
Κείθενες τη ‘νε κυαλάρισε η Ρακέλε η παγηά της φίλη και τση στρίγγκλησε από τη φανέστρα:
– Ωρή Αγγιολί πόθενες το ‘χουνε περασμένο οι Γραφάδες οι ιδικές σας κι έχει φάει τα λυσσιακά του ο Ραμπίνος σας στη Σαλονίκη για τσού γκέυδες καί τσι γκέισες και δε τσ’ αφήνει να κάμουνε παράτα;
– Ωρέ τσωπάτε ωρέ! Μιλείτε κι εσείς που σταυρώσατε το Χριστόνε και οι Γραφάδες σας ορίζουνε να κόβετε τα πετσιά τσ’αντρώνες και να τα πελείτε στά σκυγιά!
– Άλλο σού λέγω ωρή κοπέλλα δώ τσου ποστηρίζει ο ντήμαρκος ‘κειός με τη μποκολέτα,πό’ναι άθρωπος γκράβε ,τι σάς φταίνε οι ντικιντόκηδες αφού τώρα έχουνε ελεφτερία παντούθενες,εμείς εις τα μέρη μας δέν εβγάλαμε τη Ντάνα στή Γιουροβίζιο;
– Κι εμείς ωρέ εβγάλαμε στή Γιουροβίζιο τη Κοντσίτα πού ’ναι μέχρι κεί πάνω κι είναι χριστιανοπούλα κι άμα τήν έχει πιάκει κωλοκαψίδα τη Ντάνα σας πού ‘τανε καί καποράλος στό Στρατό να πάει να γκαστρωθεί μή πάρει το ‘κατομμύριο από το βασιγηά τσ’ Ινγγλετέρας!
– Κατιβέρια πο’χεις! Κεί Πάνου άμα ηξέρεις παντρεύονται κι’ ολις καί γυιοθετούνε κι ορφανά κ’ είναι νόμιμα ούλα κι όμορφα γιά τσού ραμπίνους σας μιλώ πο ‘ναι υποκρίτριες κρυφές!
– Σύ δέ τα ξέρεις καλά! Oι δικοί μας εζητήσανε άδεια από το Πατριάρχη να κάμουνε εδική τους παρέλαση κι αυτός δέ τσ’άφηκε γιατίς εφοβότουνε πού η δεκιά τους η παράτα θά ‘ναι μεγαλύτερη από των αλλονώνες κι από τη ζήγεια του κάμει τσ’αγρύπνιες ο παπα-Ανθιμος γιατίς δέν ημπορέσανε νά βγούνε τσού δρόμους κανονικά και με τό Νόμος!
Απ’ τό μυαλό της τό ‘βγαλε τούτο το τελευταίο η Αγγιολίνα καί τσ’ ήρθε μιά Ξαλάφρια…