Καλή χρονιά!
Από την κουζίνα ακούστηκε ένα μμμ. Το συνήθιζε η γριά, αντί κουβέντα ολάκερη τση μπόρουνε το ου.
"Πιάκε μου το μαζενί", ακούστηκε στη συνέχεια...
Με αφορμή το κλείσιμο 24 χρόνων από το τέλος της βάρβαρης νατοϊκής επέμβασης για τον οριστικό διαμελισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαυίας, ένα κείμενο του πολυαγαπημένου Μάχου Ρούση από "Ενημέρωση" της εποχής.
Αυτοί κάνουνε σα και τσου βουρλισμένους. Τρέχουνε και σε βαρούνε και με βοϊδοκοικοιγιές. Φουσκωμένες. Είπαμε! Καρναβάγια έχουμε αλλ’ όχι κι έτσι. Έτοι!
Υπάρχει μόνο ένας απαράβατος κανόνας σε αυτό το παιχνίδι. Έχουμε έναν απαραβίαστο μυστικό τόπο. Συνήθως, τον έχουμε ανακαλύψει στην παιδική μας ηλικία. Τον έχουμε βρει μόνοι μας.
Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα κι επώνυμα στη παρουσία και δράση των Κερκυραίων φοιτητών στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και τα Γιάννενα τις ημέρες της...
Η αναρτημένη εικόνα είναι από τον Φλεβάρη του '64 μερικές μέρες πριν την 16η που έμελε να' πραγματοποιηθούν οι τελευταίες εκλογές πριν την στρατιωτικοφασιστική δικτατορία.
Στη "δημοκρατική" "πολιτισμένη" Κέρκυρα της ανοχής και της υποτιθέμενης σεξουαλικής ελευθερίας υπάρχει πολύς χώρος για τους ομοφοβικούς φασίστες, που ενθαρρύνουν οι εκκλησιαστικές ολονυχτίες και η ακροδεξιά ρητορική του βαθέος κράτους.
Η περιπέτεια του νεαρού συγγραφέα Μόρις Λέσμορ ξεκινάει σε ένα μπαλκόνι στη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης, όπου γράφει τα απομνημονεύματά του. Ξαφνικά ξεσπάει μια άγρια θύελλα που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, ακόμα και τις λέξεις, και ο Μόρις βρίσκεται μόνος σε μια έρημη, κατεστραμμένη και σκοτεινή πόλη, με μόνη παρέα του το βιβλίο του.
Επάντρεψα την αγγονιά, με δόξα και καμάρι / επήρε ένα λεβεντονιό, δυο μέτρα παληκάρι. / Ντεμέλες δε τζ΄αγόρασα μήτε και μαξιλάρια / παρά από ένα λαπιτόπ βαστάνε εις τα ποδάρια.
Πείτε μου πως παράκουσα, πως είναι από τη θέρμη / που τέσσερα μερόνυχτα με τυραγνάει την έρμη / Κουτσά στραβά κατήβηκα να πάω στο σπετσιέρη / νιάκα σιρόπι ή ντεπό, μ'άκουσα το χουνέρι. / Τάχα συλλαλητήριγιο θα γένει εις το Σαρόκο / τσι πετριγιές εβάλανε τ'αδοικητή το θόκο.