back to top

Περιοδικόν διά την διάπλασιν κορασίδων και παίδων εντός και εκτός Κερκύρας

More

    Μποκολέτες παντού!

    Η Όργα με τη φίλη της την Έρσα επή’ανε τση Μάχης στα Ψαράδικα και εκάμανε “Πίρσι” εγιομιστήκανε πιρτσίνια για ν’ αρέσουνε τσου μορόζους τους.

    – Ωρή πολύ βαθειά σού’χωσε το χαλκά στη ρώγα! παρατήρησε η Όργα πούχανε πάει σπίτι της κι εθαυμάζανε η μιά τα κάλλη τσ’αλληνής.

    – Νοιώθω να μου βγάνει το γάλα όξω, αλλά δε με πονεί ,ξέρει και κεντάει η Μάχη έχει χέρι! απάντησε η Έρσα.

    Αυτό το θηλυκό είχε πιάκει δουγιά στο κομμωτήριο της Σούζαν πίσω απ’τον Άγιο και η κυρά-Ερβίρα πού’ναι γραμματιζούμενη το λέει “Πραχτορείο Τάς ή επί Τάν”.

    Ζαχαρούλα την είχανε βαφτίσει τη Σούζαν κι εκράταε στο μαγαζί τη μιτσήνε επειδή ήτανε όμορφη και τση άλλαζε κάθε βδομάδα τα μαγιά, άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, σα ζωντανή ρεκλάμα τση τέχνης της, γιατί το Ερσάκι όχι ψαλίδι, μήτε τη σκούπα να μαζέψει τσί τρίχες δεν ήξερε να πιάκει κι εκοιταζότανε τσου καθρέφτες όλη την ώρα.

    – Δε την άφηκα να μου περάσει το καρφί στη γλώσσα γιατίς εσκιάχτηκα μη με πνίξει αναστέναξε η Όργα.

    – Κρίμα ωρή θα τον εβούρλιζες το Μίκιο, μούπε ο Σπύρος ότι η παγιά του είχε καρφί στη γλώσσα κι ότανε τού’κανε πομπίνο τονε γαργάλα’ε κι εφχαριστιότανε πολύ, τον έφτανε στα ουράνια!

    – Ναί μούπανε πως είναι σα να σε γαζώνει ραφτομηχανή! Ωρή στ’αφάλι όλο το ζωδιακό κύκλο σου πέρασε, σα τση Μαντόνας.

    – Κι εσένανε το σταυρουδάκι στο φρύδι σα Παναγιά σ’έκαμε!

    Μπουκάρει κείνη την ώρα στο δωμάτιο η Σταματέλα κι έφριξε.

    – Πείτε σε κείνη τη φθισικιά να σας μπήξει από μιά μποκολέτα στο πράμα σας να το σφρα’ίσει να φαινόσάστενε παρθένες μη και βρείτε κανά κουτόνε και σας βάλει στεφάνι.

    Η Αγγιολίνα που επαραμόνευε τσι κουβέντες μέσα από το κουζινί εσυμπέρανε:

    – Ωρές κοπέλλες δίκιο έχει η γυναίκα, έτσι και τηνε κάμετε, θα θυληκώσει ο στρόπος τ’άντρα μέσα τσού κρίκους και θα τονε σύρετε αιχμάλωτο μέχρι δώ να σας ζητήξει, μηδά θα μπορεί να κάμει κι αγιώς.

    image_pdf

    Δείτε επίσης

    Το Δεντρόσπιτο

    Προδημοσίευση μιας ιστορίας του Γιώργου Κοσκινά, από το βιβλίο του "Ρεμπόμπο"

    Εξιλέωση

    Όταν μεγαλώναμε εσύ μάζευες βόλους και πεταλούδες. Εγώ μάζευα βότσαλα και κοχύλια.

    Μοναχικά πουλιά

    Κυκλοφορούσαν μαζί στους δρόμους της πόλης από πάντα. Αυτή κοντόχοντρη με τα σκούρα ρούχα της χηρείας, αυτός αδύνατος και ψηλός, με ένα κεφάλι σαν καρικατούρα πουλιού...