Σενάριο: Πέρονας
Επιμέλεια: Τατούμ Ο Νήλ
Εκάτσανε να τα ειπούνε οι δύο φιλενάδες τ’ απόγιομα τσι Δευτέρας.
– Ωρή Αγγιολίνα, πως σου φάνηκε ο Δήμαρχος μας που εβγήκε στη Λιτανεία κουστουμάδος, όλο τίρο και μ’ αυτά τα μπουκαλέτα τα ¨Μαγκάρθου¨? Αυτά που φόραε κι ο Γκρέκορι Πέκ εις το Κιλιμάντζαρο
– Ασε Σταματέλα μου, αυτοί ελέγανε ότι θα μας κάμουνε Κούβα, με ποιανούς ωρή με τσου καθηγητάδες ή τσου δικεόρους, ο Θεός να σε φυλάει από αυτήνε τη καμόρα.
– Ναι ωρή, μια φορά επήγα μάρτυρας για τη ξαδέρφη μου κι εμαρτύρησα
– Ένα πράμα ξέρω γω, ότι εξουσία λαικιά είχαμε μόνο με το Χρυσανθό μας.
– Γεια στο στόμα σου, όλο το πόπολο ήτανε είς το Σαν Τζιάκομο, ο Γιοχάλας, ο Φίλλιπας, ο Τεμπονέρας, ο γιός του Κλέφτη, ο Τζίτζης …..
– Ο γλυκός μου ο Τζίτζης που μου φτιαχνε τσι καντένες τσι νόνας μου κι ο Παναγιώτης μου το θερίο, άμα εβούλωνε το καναλέτο στο καντούνι έστερνε ένα λόχο μανουάλους να το σιάξουνε κι έφερνε και το βαγγέγιο να ορκιστούμε που θα τονε ψηφίσουμε!
– Γιατί τη Σοφούλα τη κομμώτρια που τηνε βάνεις? Που εκουβάλουνε ολόκληρο δήμαρχο είς το μηχανάκι της όλη μέρα. Ζευγάρι που κάμανε τα δυό τους…
– Τσου πέρνε και ταξίδια να συμορφωθούνε να μάθουμε από τσου ξένους, τι Ιταλίες, τι Γερμανίες, τι Αμερικές.
– Ωρή θυμάμαι τσι ιστορίες που μας έλεγε η Λουκία η Σαίνη, που μας είχε φέρει και κονκάρδες με μήλο από τη Νέα Γιόρκη
– Ναι, που επήγε να πάθει κάζο η καψερή είς το ξενοδοχείο που εζήτησε ρούμ σέρβι και εβήκε στο διάδρομο με τη ρόμπα της τη καπιτονέ, τη νυχτικιά της τη μπαμπακερή τη φιοράδα, τσι παντόφολες τσι βελουτέ σα Δούκισα θα τανε! Κι ανοίγει μια πόρτα απέναντι κι εβήκε ένας αράπης και τσι ρίχτηκε.
– Εσκιάχτηκε η λουκία μας που τον είδε σαν το κατράμι μαύρονε κι έβαλε τα ούρλα κι εσήκωσε το οτέλι πενηνταπέντε πατώματα. Ευτυχώς εμπήκε στη μέση ο Χρύσανθος με τσι σκελέες γιατί γλυτρωμό δε θα χε. Ήθελε να τηνε παντρευτεί ο αράπης στο σέκο έτσι που τηνε είδε.
Σα τη Κόμισσα του λιμανιού ήτανε.
– Α ωρή Σταμάτω τότε είχαμε δήμο, τώρα έχουμε τσου τζιτζιφιόγγους.
Ριβολουτσιόνε Ρομάντικα, δουγειά για χέσιμο…