Θα έβγανε το λόγο.
– Και τι να πω;
– Πες που θα κάνεις νέα έργα. Αναπτυξιακά.
– Παναπεί; Τι είναι η ανάπτυξη;
– Νέοι δρόμοι, νέα γιοφύργια, άσφαρτα, τσιμέντα, πριβέιτ άιλαντ, δεξιώσεις, γκαλά, φεστιβάλ, πανηγύργια, λάμπες, τραπεζομάντηλα απλωμένα, δημοτικές κατασκηνώσεις, έξυπνες πόλεις, καρουζέλ, πιάτα γκουρμέ, νέα ξενοδοχεία και αξιοποίηση.
– Και τι παναπεί αξιοποίηση;
– Αξιοποίηση παναπεί ό,τι έχεις και δεν έχεις να το δίνεις στην ανάπτυξη. Τέρμα τα παγιά. Με τσου ελαιώνες θα ζιούνε ή με τσι μαντουάνες;
– Με τσι εγιές και τσι μαντουάνες έζησε κόσμος και κοσμάκης.
– Το ίδιο είναι να τρώνε κοτσάνι από μαντουάνα με νιο λάδι και το ίδιο να στρώνουνε κρεβάτια χωρίς να λερώνονται με τα χώματα; Τίποτις δε σκαμπάζεις; Πιάνεις το Παγιό το Φρούργιο και το κάνεις πεντάστερο. Σα το τούρκικο καφέ που εγίνηκε φρέντο. Από το ’67 το λένε και καένας δε τόκαμε. Κάμε το ‘σύ.
– Κι από πού τα όβολα;
– Πρώτ’ απ’ όλα το παραχωράς στον ιδιωτικό τομέα και μετά αυτός το κάνει και εξάστερο, μη σου πω.
– Του το πουλώ δηλαδής;
– Το πουλάς; Άκου κουβέντες… Όχι και του το πουλάς… Απλώς του το παραχωράς μεσω ΤΑΙΠΕΔ που είναι τση αξιοποιήσεως προς ιδιώτας. Κάνει ο ιδιώτης ό,τι έχει να κάμει κι άμα δε μπορεί μοναχός του του δανείζεις τα λεφτά να το κάμει αλλά βάνεις και το δάνειο εις τας παγωμένας πιστώσεις, διότι αμαρτία είναι να του βάλεις το μαχαίρι στο λαιμό αυτουνού που θα σου κάμει το έργο.
– Και θε νάναι καλό;
– Ορίστε και η μακέτα.
– Δε μ’ αρέσει. Παγιό φαΐ. Ξαναζεσταμένο δε τρώεται. Κάτι άλλο;
– Κάμε μεγάλο ξενοδοχείο νάχουνε να στρώνουνε κι άλλα κρεβάτια και να λένε γες σερ. Άσκημα είναι;
– Αυτό το εσκέφτηκα αλλά μου μουτρώσανε αυτοί που κάνουνε τα καινούργια ξενοδοχεία. Ο τόπος είναι πιασμένος μούπανε. Τι χαλεύεις; Να μαλώσουμε;
– Κι αυτό σε στενοχωρεί; Άμα δεν έχεις άλλη σπιάτζα να αξιοποιήσεις δια της αναπτύξεως δώκε τους θάλασσα. Έχεις όσηνε θέλεις.
– Δεν εκατάλαβα…
– Δε διαβάζεις; Πώς εκάμανε στο Ντουμπάϊ; Κάμε το ίδιο κι εσύ. Διότι ο τουρίστας τι θέλει; Ν’ ανοίγει το παράθυρό του και να βουτάει απ’ ευτείας στη θάλασσα.
– Γίνεται κάτι τέτοιο;
– Γίνεται, πως και δε γίνεται; Ορίστε και η μακέτα.
– Πότε επροκάματε και τήνε κάματε;
– Από καιρού. Είδες τι ωραία που είναι;
– Και θα βουτάνε απ’ ευτείας στη θάλασσα; Μην έχει τσούχτρες;
– Όλα σκούντρα τα φέρνεις. Θα δουλεύουνε κι οι γιατροί και το Νισοκομείο. Κι άμα δε μπορούνε να τσου προκάνουνε αυτοί, θα τσου στέρνουμε με το ΕΚΑΒ και το Λιμεναρχείο απέναντι που έχουνε πιο πολλά φάρμακα. Τζίρος να γίνεται. Νομίζω…
– Καλό ακούγεται αλλά μη μου πετάξουνε τίποτις μαντουάνες.
– Αφού είπαμε… Μαντουάνες δε θα βάνουμ’ άλλο.
– Και τι θα τρώμε;
– Ας φάμε μακέτα.