“Κυρία Βιττόρια μου και εσείς παιδιά τσι Ταραντέλας, είμαι η Μαρία του Κόκολου, που’χε το κορνιζάδικο εις του Μπίζη. Είμαι παντρεμένη με τον Τόνη μου εδώ και 10 χρόνια. Ειμάστενε πολύ ευτυχισμένοι και έχουμε κάμει και δύο μιτσά.
Όμως τσι προάλλες που επήγα εις του Αλέξη -πόχει βάλει και μιά φωτογραφία μαζί με την ΑντσελάΜας φάτσα κάρτα ο γλυκός μου- να πάρω ένα ρυζόγαλο μου εμπήκανε ψύλλοι στ’ αυτιά. Ήτανε δυο γερόντοι απόξω και εμιλούνανε και άκουσα ότι ο Τόνης μου ποφτώνει τη Ρ. τη γυναίκα του Φ. Εβουρλίστηκα τέγια.
Εις το μεταξύ, εδώ και μια βδομάδα, κάθε φορά που κατεβαίνω το Πλατύ Καντούνι, μόλις περνάω τσου Σέρβους, πέφτω κάτου και τσακίζομαι. Εκεί δίπλα που μένει η ξαδρέφη της. Ο Τόνης μου από την άλλη, είναι μες τσι γλύκες. Κάθε βράδυ τώρα π΄άνοιξε λίγο ο καιρός με πάει για τσιτσιμπύρα στην Κάτου Πλατεία και με ξυπνάει τσι τέσσερεις ώρες και μου κάνει και την πράξη.
Είμαι απορπισμένη.
Λέτε να έχει μορόζα στ’αλήθεια;
Λέτε να μου κάνει μάγια η αφορεσμένη;”
Απάντηση από τη Σιόρα Βιττόρια
(αποκρυπτογραφημένη από τη σύνταξη της Ταραντέλλας)
“Μαρία μου, ψυχή μου,
θα έλεγα να φροντίσεις να μάθεις τα ονόματα από τσου γερόντους που λέγανε για τον Τόνη σου. Να ρωτήσουμε στη γειτονιά για να δούμε μήπως και σε κογιονάρουνε. Γιατί όλη η Κέρκυρα γνωρίζει τι ευαίστητη κοπέλα και μάνα είσαι. Όμως, για καλό και για κακό τράβα βρες τον Κοκκινόπουλο, εκ μέρους μου, να κάμει ευκέλαιο μέσα στη ντουλάπα του Τόνη μας αλλά να’ναι άπλυτα: σώβρακα, σκαρτσούνια και φανέλες.
Ό,τι και να του κάμανε δώρο, να πας να τα μαζώψεις και να τα κάψεις στο σταυροδρόμι του Ποταμού, τσι 12 παρά πέντε από Ψυχοσάββατο σε χάσιμο φεγγαριού.
Όσο για τα πεσίματα στο Πλατύ Καντούνι, να πας να φέρεις τσου μαστόρους του Γουλίντη που ήτανε και με τη Μερόπη και καλό παιδί δικό μας.
Άμα εξακολουθήσει να κάνει τζιριτζάντζουλες να μου ξαναγράψεις, να απευτυθούμε σε ανώτερες δυνάμεις, με τη βοήθεια του Θεού και για καλό και για κακό, άμε ψώνισε από το Ιταλικό βατραχοπόδαρα γιατί θα μας χρειαστούνε.”