Το τραγούδι “Mack the Knife” ή “The Ballad of Mack the Knife” γράφτηκε για το μουσικό έργο “Η όπερα της πεντάρας” (The Threepenny Opera) σε σύνθεση του Κουρτ Βάιλ και λιμπρέτο του Μπερτολτ Μπρεχτ, που έκανε πρεμιέρα το 1928 στο Βερολίνο.
Η “Όπερα της Πεντάρας” είναι μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα “Η όπερα του ζητιάνου” (Beggar’s Opera). Από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό κι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο χώρο του μιούζικαλ. Γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες, και έχει γνωρίσει αρκετές παραλλαγές για τον κινηματογράφο, την όπερα κλπ., ενώ σήμερα εξακολουθεί να παίζεται από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους.
Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλλυ Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά “κέρδη” τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν “εμπόριο”, ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλλυ, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλλυ εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την “Τζέννυ των Πειρατών”. Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλλυ αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες “δουλειές” στην Πόλλυ. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζέννυ, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλλυ μαζί με τη Λούσυ, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσυ μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζέννυ απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της Βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο. Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.
Το τραγούδι έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές και ηχογραφήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες μετά την ηχογράφησή του από τον Λούις Άρμστρονγκ το 1955. Η πιο διάσημη εκδοχή του είναι αυτή από τον Μπόμπι Ντάριν το 1959, του οποίου η ηχογράφηση ανέβηκε στην πρώτη θέση των αμερικανικών και βρετανικών τσαρτς και κέρδισε δύο βραβεία Grammy. H Ella Fitzgerald κέρδισε επίσης το βραβείο Grammy για την ερμηνεία του τραγουδιού το 1961.