σενάριο: Σμπαροχαύλης
επιμέλεια: Πέρονας
– Ωρέ Ντόντο τι γκουαρντάρεις μη σ’έχουνε μέσα εις τη λίστα;
Eπείραξε το φίλο του το μαρμαρογλείφτη ο Τάτος όπου εκαθότανε κάτω από τη σκαλινάδα εις του Μουζακίτη κι εχάζευε σα στήλη άλατος όπως η Γυναίκα του Λωτ, ακούνητος.
– Ε! τι να κάμω; Γλέπω με τσι ζέστες όπου μάς έσκασε, εδούλεψε καλά το πραχτορείο ταξειδιώνες επήρε γιά μπάρκο πράμα πολύ.
– Αν πήρε λέει!
– Δε χωράει η ταμπέλα άλλα φογιέτα κι εκκρεμάσανε εις τη γής.
– Για να μη λέμε κουταμάραι πάντως δεν είναι από τσι κάψες μοναχά. Έχουμε περίοδος εκπτώσεων και είναι φτενά τα ‘σειτήρια.
– Μα τι εβιαστήκανε! Όλοι μαζεμένοι στοίβα, θα περάσουνε στο ορθάτο με το Ντραγκέτο του Χάροντα.
– Τσώπα τώρα! Εμείς τσι καθυστερήσεις παίζουμε και κερδάμε από το διαιτητή παράταση, τον εξεγελάμε το Βαρκάρη μέχρι σήμερις!
– Τι να το κάμεις ωρέ Ντόντο, αφού δε μας σκώνεται άλλο τι να τηνε κάμουμε τέτοια ζωή;
– Χτύπα ξύλο ωρέ πανκούτιακα! Μη το ξαναειπείς! Και η κατουρομυνάδα που τραβούμε καλή είναι! Μας γλέπει ο Χάροντας που βαστάμε ακόμα και τονε κογιονάρουμε και μας τηνε χαρίζει τούτη τη μπακιά!!
Κι εξελιγωθήκανε εις τα γέγια, ετρανταζότανε λες κι είχανε λόξυγκα ώρα πολύ, μέχρι π’αρχινήσανε να βήχουνε κι εκοκκινησανε και πρασινήσανε, παραλίγο να τσου γράφανε κι αφτουνούς στα φολιέτα αν δεν έβγαινε απο τσι φημερίδες ο Θανάσης να τσου δώκει ένα ποτήρι νερό…