Οι δύο φίλοι εδιαβάζανε τσάμπα τσι ντόπιες γκαζέτες στο καφενείο.
Ρωτάει πρώτα ο Πέρικλες το Μίκιο πού ‘ξερε από κόμματα:
– Ωρέ τι σκέδια είναι τούτα με τα σκουπίδια; Θα τα δώκουνε σε ιντερεσάδους;
– Όλο ρεμπατάρει ο δήμαρχος από τα μανιφέστα του, βρωμάει μάρτα η υπόθεσις. Θα πάθουμε κανά σκουλαμέντο.
– Τι λές ωρέ Μίκιο βρωμάει η αμμοκονία; Η νογάς που κάνουν κουτρουμπέλες τσι λάσπη τσ’ αμαρτίας.
– Μάρτα ωρέ κουγιάμπαλο, μάρτα Κώτσο!
– Κώτσο βασιγιά;
– Κώτσο ωρέ Κωτσέλα τα Μαρτέζικα!
– Ε τi; Eγενήκανε σα και μας χριστιανοί;
– Όχι ωρέ κούτρι!
– Μάρτέζικα, μία από Μικάλεφ μου βγάνει μπόχα πάλε.
Παρόλες βροντερές κι όσο από πράξεις κούφιες πορδές…