Κάθε χρόνο σαν έρχεται το τριώδιο οι αναμνήσεις πλημμυρίζουν τη σκέψη μου και παίζοντας διάφορα παιχνίδια μαζί της με ταξιδεύουν στα παλιά Κερκυραικά καρναβάλια, τότε που για τρείς συνεχόμενες εβδομάδες πολύχρονες μάσκαρες σεργιανούσαν στις γειτονιές κογιονάροντας τους περαστικούς και κάνοντας επισκέψεις στα σπίτια.
Δεν είναι και λίγα τα χρόνια που τα καρναβάλια ήταν πηγή έμπνευσης, διασκέδασης και χαράς για τους κατοίκους του νησιού μας και επάξια ανταγωνίζονταν τα φημισμένα καρναβάλια της Πάτρας.
Τότε ήταν και η εποχή που οι συντοπίτες μας ανεξαρτήτως κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών διαφορών συναντιόντουσαν και γλεντούσαν μαζί στις χοροεσπερίδες του Δήμου και των ομίλων του τόπου μας.
Ακριβοντυμένες μαρκησίες και αιθέριες πριγκίπισσες στροβιλίζονταν στους ρυθμούς του βαλς και της σάμπα με μασκοφορεμένους ζορό, πειρατές και απάχηδες. Δίπλα τους βασιλόπουλα και σερίφηδες λικνίζονταν με κολομπίνες, ντόμινο και τσιγγάνες, που με τέχνη έκρυβαν την πραγματική τους ταυτότητα.
Μια κάποια στολή και μια μάσκα από ζωγραφισμένο χαρτόνι ή ύφασμα, που καμιά φορά τη θέση της έπαιρνε μια παλιά νάιλον κάλτσα, ήταν τα φτερά που ταξίδευαν τους λάτρεις τους σε τόπους μαγικούς πασπαλισμένους με χρυσόσκονη, σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο.
Αμούστακα αγόρια με κοντοκουρεμένο κεφάλι και σπυράκια στο πρόσωπο πήγαιναν στα μπαρ μασκέ του Φοίνικα, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να χορέψουν και να σμίξουν πάνω στο άγουρο κορμί τη μητέρα του φίλου τους, που έβλεπαν κρυφά στα όνειρά τους.
Κοριτσόπουλα που η αυστηρότητα των γονιών τους απαγόρευε οποιαδήποτε σχέση πήγαιναν μάσκαρες στα κρυφά ραντεβού τους.
Γυναίκες φτωχές αφοσιωμένες στο μεροκάματο που στη λάντζα άφηναν πίσω τη μίζερη ζωή τους, το μέθυσο άντρα τους και τα κουτσούβελα τους που έχοντας κάνει μια ξεθωριασμένη κουρτίνα στολή γλιστρούσαν αργά μες τη νύχτα και έπαιρναν μέρος σε διασκεδάσεις και γλέντια που η μοίρα τους είχε στερήσει.
Οι αποκριάτικες φορεσιές έκρυβαν μαγικά και αγκάλιαζαν στοργικά οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε μικρούς και μεγάλους να ζήσουν έστω και για λίγες μέρες τα κρυφά όνειρά τους.
Τα μπαλ ντ-ανφάν, τα μπαλ μασκέ, τα μπαλ ντε-τετ, που γίνονταν σε σπίτια και κέντρα καθώς και η πομπή του Καρνάβαλου τις τρείς τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς έδιναν μια ξέχωρη πινελιά στο νησί μας.
Ο Φοίνικας ερήμωσε, οι μεγάλες αίθουσες χορού έκλεισαν και η πομπή του σιόρ- Καρνάβαλου δεν είναι πια σατυρικά άρματα, κεφάτα γκρουπ και αυτοσχέδιες μάσκαρες αλλά καλοντυμένες και καλλίγραμμες μαζορέτες.
Οι νέοι έφηβοι μ’ ένα ποτό κι ένα τσιγάρο στο χέρι ψάχνουν να βρουν τα χαμένα τους όνειρα στη σκοτεινή γωνιά κάποιου μπαρ.
Οι ματσωμένοι συντοπίτες μας με πρόσχημα το καρναβάλι, οργανώνουν πριβέ δίχως κέφι χορούς, πάνε σε πολυτελή ρεστοράν και κέντρα και ταξιδεύουν στη Βενετία για να παρακολουθήσουν εκεί τις αποκριάτικες εκδηλώσεις.
Και οι υπόλοιποι παρασυρμένοι ακόμα γρανάζια της δύσκολης και πεζής καθημερινότητας τους προσπαθούν να ξεχαστούν παρακολουθώντας κάποια τηλεοπτική σειρά και καλοστημένες ειδήσεις κλείνοντας για πάντα το σεντούκι των αναμνήσεων με τις σκονισμένες καρναβαλίτικες στολές και το απραγματοποίητο φτερωτό τους όνειρο.