Οι χαρταετοί, φτιαγμένοι από τα πιο ευτελή υλικά, εφημερίδες, λαδόκολλες, κουρελάκια, ό, τι βρίσκαμε μπροστά μας, ήταν παιγνίδι καθημερινό και όχι έθιμο αποκλειστικά της Καθαράς Δευτέρας.
Τον θυμάμαι στητό και περήφανο, με τσιγκελωτά μουστάκια και με βλέμμα που άστραφτε. Θα έπρεπε να πατάει σε βουνοκορφές, να διασχίζει πελάγη, να τιθασεύει την πέτρα. Αλλά κρατούσε το κυλικείο στον ημιόροφο σε ένα από εκείνα τα σταχτιά μέγαρα γραφείων, Ακαδημίας και Χαριλάου Τρικούπη.
Δεν είναι μόνο που έσβησαν τα τραγούδια, οι φωνές κι οι συγκεντρώσεις. Δεν είναι που ακολούθησε σιωπή για τα σημαντικά. Είναι που ακολούθησε ατελείωτη μπουρδολογία.
Από την απώλεια αυτό της φαινόταν το πιο βαρύ, τι γίνονται δηλαδή οι φωτογραφίες των ανθρώπων όταν πεθαίνουν, όταν δεν υπάρχουν πια μάτια γνώριμα να τις κοιτούν και δάχτυλα οικεία να περνάνε πάνω από τα πρόσωπα και τα στιγμιότυπα.
Είχαν αγαπηθεί κι είχαν παντρευτεί. Κι ενάντια σε όλες τις προβλέψεις για τις συγκρούσεις και τη φθορά των μεγάλων ερώτων αυτοί ταίριαξαν και έδεσαν πιο πολύ μέσα στη ρουτίνα του κάθε μέρα, δεν μπορούσαν να θυμηθούν καν πως ήταν η ζωή πριν ανταμώσουν.