Κυκλοφορούσαν μαζί στους δρόμους της πόλης από πάντα. Αυτή κοντόχοντρη με τα σκούρα ρούχα της χηρείας, αυτός αδύνατος και ψηλός, με ένα κεφάλι σαν καρικατούρα πουλιού...
Πιάσε με αλαμπρατσέτα, όπως πιάνονταν τα κορίτσια παλιά για να πούνε τα μυστικά τους, χαλάρωσε το βήμα σου, πιο θηλυκά παιδί μου, η ζωή θέλει λίγο νάζι, δεν θέλω να μου τρομάξεις τα κορίτσια. Ναι, σ΄αυτές πάμε, θέλω να στις γνωρίσω.
Υπάρχει μόνο ένας απαράβατος κανόνας σε αυτό το παιχνίδι. Έχουμε έναν απαραβίαστο μυστικό τόπο. Συνήθως, τον έχουμε ανακαλύψει στην παιδική μας ηλικία. Τον έχουμε βρει μόνοι μας.
Μ’ αρέσουν και τα φολιέτα με τα παρατσούκλια, παρατσούκλια που έχουν τη δύναμη να ξεδιπλώνουν στα μάτια σου το χαρακτήρα του πεθαμένου κι ας μην τον είχες δει ποτέ στη ζωή σου.
Μεγάλωσα αναγνωρίζοντας στην ανθρώπινη φύση το φως και τα σκατά που κρύβουμε όλοι μέσα μας και τις απέλπιδες καμιά φορά προσπάθειες που κάνουμε για το φως.