Σήμερις εχολεύτηκα και δε μου κλιεί το μάτι,
Τση Δρούτσας την πετυχεσιά εζήλεψε η Σάτι.
Καπολαβόρο ποίγημα που είχε σιάσει η πρώτη,
Ποσούμπελο το πιο καλό σ’ όλη την ανθρωπότη.
“Τατά τατά” τί έμπνεψη!!! Από τσι χίλιες μία,
Απ’ άκρη σ’ άκρη στο ντουνιά σαρώνει τα ταμεία.
Η Σάτι πλώρη άσκωσε για τη γιουροβυζιώνε,
Να τονε χώσει προσπαθεί με κόλυβα αλουνώνε.
Τατά τατά κι ελόου τση, κουνώντας το μαλλί της,
Μπροστά της δεν πασάρουνε, Σεφέρης και Ελύτης.
Τι στίχος βαθυστόχαστος, τατά με τότσο κάρυ,
Για την ιναμοράτα τση να κουντουλάει σα ζάρι.
Τ’ ακούγω κι αναρίτσιασα…μια πού ‘μαι και μοντέρνα,
Σα ντο σκουρτζίκι να λαλεί, οπού ‘πεσε στη στέρνα.
Φύση, γιατί δε μου ‘δωκες, εσύ που λιεις και δένεις,
Ένα μπουτσούνι τάλαντο και μένα τση φλιμένης..
Να τραγουδήσω δε μπορώ, δεν κάνω για ζωγράφος, για συγγραφέας δε φελώ ή σεναριογράφος.
Τότσο σποντί να λάχαινε στην εδική μου πένα,
Όπως το Σέξπιρ κρένουνε, θα κρένανε και μένα.
Πιο διάσημη είθα γενώ, από τσι άλλες δύο,
Εις τσου κορφούς θα έφερνα το πρώτο το βραβείο.
Η σιόρα Λέντζω παναπεί, η Σάτι και η Δρούτσα, με κόμπο ευρωπαικό εδέσανε την ……..
Είδατε που σας το ‘λεγα τση μοίρας μου το κρίμα;
Σε μίγια λέξη κόλλησα και δε μου βγαίνει η ρίμα.
Αγιούτο, ορέ σύντολοι τη ρίμα ν’αποσώσω,
Μήπως και στο γιουροβυζιώ θέλουν να τσου στιχώσω.
Τόμου και οι τρεις ειμάστενε οι πρώτοι τω σπουδαίω
Τατά τατά στα μούτρα μας και όλω των Ογρωπαίω.