Επάντρεψα την αγγονιά, με δόξα και καμάρι / επήρε ένα λεβεντονιό, δυο μέτρα παληκάρι. / Ντεμέλες δε τζ΄αγόρασα μήτε και μαξιλάρια / παρά από ένα λαπιτόπ βαστάνε εις τα ποδάρια.
Πείτε μου πως παράκουσα, πως είναι από τη θέρμη / που τέσσερα μερόνυχτα με τυραγνάει την έρμη / Κουτσά στραβά κατήβηκα να πάω στο σπετσιέρη / νιάκα σιρόπι ή ντεπό, μ'άκουσα το χουνέρι. / Τάχα συλλαλητήριγιο θα γένει εις το Σαρόκο / τσι πετριγιές εβάλανε τ'αδοικητή το θόκο.