Μια Σαλονικιά φιλούσε των χειλιών μου τσι κορφές
κι όλο με παρακαλούσε μην το μάθουν στι Βρυξέλς.
Και τό ‘πα μια και τό ‘πα δυό και το ‘μαθε το ευροχωριό,
αχ άγιε μου Σπυρίδωνα, το στόμα μου να κλείδωνα.
Τσι Βρυξέλες στη Περαία μού ‘χε πει τόσες φορές,
αν μας δει κανένα μάτι θα με κάψουν τσι Βρυξέλς.
Και τό ‘πα μια, και τό ‘πα δυο, (δικό σας..)
(και τωρα δικό μου)
Πάνε ευρόπουλα, ριάλια, τα ρεγάλα του Κατάρ,
κι απ’ την αντιπροεδρία έχει μείνει το στελιάρ’
(μαέστρο το ρεφρέν…) (και πάμε πάλε…)
Τώρα στην μπουζού δακρύζει που δεν πάει για κατούρ’
κάνει γιάτσο κι ‘ναι ζόρκα και την έπιακε τουρτούρ’ (ξερετε τώρα, δικό σας…)
Ούτε πάπλωμα τση δώκαν ούτε ένα κουβερτίρ’,
κι ο μπιντές με το δελτίο, το μαλλί επιάσε ψείρ’ (ξανά μανά…)
Κορωπί δεν είναι η Εύα, αντιθέτως, ινοσάν,
δήλωσε με στόμφο ο Μίκιος και με Γαλλικό αξάν. (μην τα ξαναλέμε…)
Για αμπιούζ κατηγοράει του Βελγίου τσι αρχές,
κι άμα αυτός την αθωώσει, θε να κατσω να με χέσ’…
(αυτό και σώνει, εξεγουδελιάστηκα από τα σάρτα, γριγιά γυναάικα…)