Eκουβάλουνε το θέλημα τση σιόρας Ισαβέλας τση μαρκησίας των αγγέλων εις το μέγαρο Τσότσιου στα Μουράγια εις τον έχτο με τρείς εξάδες νερά στο πλάτη ότανε τηνε συνάντησε φάτσα -κάρτα εις το πλατύσκαλο τση μετζανίνας.
– Εγώ κερία μου δέν είμαι κουτό! τσήπε χωρίς πολλές πολλές παρόλες.
Εμένανε το πάπου μου τονε βάφτισε η Κοκονέτσαινα του στρατηγού η αρχόντισσα στο Μαντούκι!
—-//—
Ξέρξη τον έβγαλε, τι τότενες επηγαίναμε γραμμή για τη Κιουτάχεια και τη κόκκινη μηλιά και τσου ρίβερς οφ Μπάμυλον.
΄..ή έξη ξέστες η εφτά εχύσανε οι γριές οι όχεντρες το φαρμάκι τους
Ξέστα τονε κάτσανε και τον αγγονά του και με τα χρόνια τον είπανε Ξέξη.
—-//—
– Μέ λένε Ξέξη τα λοιπόν και δεν είμαι κουτό!
Τσ’είδα πέντε κερίες εις το καφενείο το Πρήζτω με το φτενό το τάχαμου δε πειράζει τσιγάρο.
– Κοπέλλες τσού λέω. “Σηφίσσσατε;;”
Σήφίσατε Νουδού;
—-///—
Δέν λέει καλά το “Ψου” ο τσαμένος, του φεύγει τσίμα-τσίμα και γένεται “Σου” συριστικό
γενήκανε σα το μπουχάσι.
Τσ’ ανέβηκε το αίμα απάνου, όλο στο κεφάλι.
Μια τους έγινε μπλου- μενεξεδιά σα τη σημαία του σα τζιάκομου.
– Όχι!! Απαπαπαπα άλλο σιφήσαμε!!!
Εκράξανε όλες μαζί κι ήτανε σα ν’ άκούς το κόρο τσι μετρόπολεως με το Σκολαρίκη και το Τσιμίνο στο τσιριχτό μα νον τρόπο.
Επήγα και παακάτου, καένας δεν εσήφισσε Μητσοτάκη!
Μονο εγώ ο ίδιος!
Πώς εβήκε! Δεν ηξέρω!
Ο ίδιος.
– Α! Εγώ το έριξα εις το Βαρουφάκη! είπε η Μαρκησία, έτσι μούπε ο αγγονάς μου γιατί έχει μια μορόζα σε αυτούς τους τρομοκράτες πού’χουνε μέα ως και το φοντάνα!