Επάντρεψα την αγγονιά, με δόξα και καμάρι
επήρε ένα λεβεντονιό, δυο μέτρα παληκάρι.
Ντεμέλες δε τζ΄αγόρασα μήτε και μαξιλάρια
παρά από ένα λαπιτόπ βαστάνε εις τα ποδάρια.
Νόνα, μου λένε, για προικιό πάρε μας δυο κομπιούτερ,
γουάιφάι ντούρονε, ντανόβιο μόντεμ ρούτερ.
Ενα παππύρι διπλωτό μου βάλανε εις τη μπόρσα,
κι ακάτσα εματαπιάκανε τα λαπιτόπια, κόρσα.
Θωρώ και ξιώ την κούτρα μου, αναπαψώλια θα ναι,
ντρέπονται τα κουνούβελα και δεν το μαρτυράνε.
Κάνω καπέτες τα μαγιά, πελώ το μπροστομούνι,
σιένω και το ροκέτο μου δελεγκου εις το καντούνι.
Αρέβαρα εις το Γιορμανό με το μπουγκί γιομάτο,
μα ίσια να κλείσει η σκάτουλα ετιναξα το μπάτο.
Πλέρωσα και τση Κοσμοτές σύντεση κατοστάρα,
για να γοδέρουν τα παιδιά, δε μουμεινε δεκάρα.
Αναπαψώλια χάι τεκ, ταχύτητες να πιάνει,
χίλιοι σου οι χρόνοι γιορμανέ, άξιζε τη δαπάνη.
Τριτσέλια δεν ετρίζουνε, μηδέ και άχνα βγαίνει,
σεστάδοι και καλότροποι οι φρεσκοπαντρεμένοι,
με τό ΄να χέρι στα κομπιά κια τ΄άλλο στο ποντίκι,
και γένεται το θέλημα όλο με τσικι τσίκι,
όχι που εμένα ο Χτόδουλος, με βάστουνε ατέντα,
τ΄απίκουπα, τ΄ανάσκελα, καί πού να ειπώ κουβέντα…
βόγκο μιανού δεν ήκουσα , μήτε ν΄αναστενάξει,
παρά εούτα τα κομπιά ίσιαμε να χαράξει…
είδες τι κάνει η πρόγοδος, εσάστησα η δόλια,
δίχως ντιχάλια και λινιές τα νέα αναπαψιόλια…