Ο Μίκιος είχ’ αρχινήσει απ’ ενωρίς τσάκο με το Χτόδουλο το Βαλέ του Κόντε Μινίστρου εις τη λοκάντα.
– Ωρές τώρα πού σκολνάει ο Δημαρχός σας ο λαμπόρδας αμήτε μαζί του στη Χαρκίδα ή στην Αρβανία να κάμετε τσι μαντζαρίες σας γιατί εδώ πασάτο λα φέστα!
– Όχι ωρέ σείς να πάρετε το Μπάμπη, το Πελάη και το Νικολούζο το Τζεσουίτη οπού ’ναι και λαντσάδος να πάτε εις τη Μόσκα! Δεν σας ηθέλουμε δώ πέρα! Εισάστενε πραχτόροι!
– Άμα ’νοίξει ο στόμας μας ωρέ δε σας εξεπλένει ουτ’ο Γιορδάνης ποταμός απέ τα σκάνταλα τα’ άρπαξιές και τσι λοβιτούρες!
– Κι εμείς άμα ’νοίξουμε το δικό μας δε σας ξεπλένει ο Βόργας που τον εκάματε και καντσόνα.
Βόργα ρούσικο ποτάμι
Βόργα, Βόργα ξακουστέ…
Εχάθηκε ωρές κανά ελληνικό ποτάμι να τρα’ουδήσετε… ξενοκίνητα ε! ξενοκίνητα!
– Ωρέ άμα τέγειωσες τράβα το καζανάκι και πάενε εις το Κόντε το Νιοράντε να σε γράψει εις τη Στοά μη σε βολέψουνε πουθενά πριχού ξεκουμπιστούνε! Αλλ’εκεί δε παίρουνε τσου κακομοίρηδε…
Κι εκεί επέσανε οι πρώτες καρεκλιές και κιθαριές.
Σε καμμιά βδομάδα θα τσου τα φτιάκει η Αγγιολίνα.
Τρείς πόρτες ημάστενε σ’ όλο το καντούνι.