Είχε λάβει σαρανταοχτάωρη ο Πέρικλες απ’ την αρρεβωνιάρα, κι έκαμε σκάμπα για τη Χώρα να ειδή κανά κούνημα τουριστικό, τι τον είχε πιάκει λυσοντεριά με το χωριάτικο το λάχανο πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
Πιάκανε δυο σκάνια με το φίλο του το Μίκιο κι εχαζεύανε εις το καφενέ τση Σκαλινάδας να δροσιστούνε με Στόλυ πορτοκάλι* που τσού’χε έρθει ξεπνεμός απ’ τη ζέστα.
Φατσάδα απέναντις θρονιαστήκανε δυο σινιόροι μουστακαλήδες σεριόζοι που εσέρνανε κάτι ξανθιές απ’ εκείνες τσι Αθηναίες τσι φανταζμένες πόχουνε ένα τίρο να τσι αρχινήσεις τσι φούσκοι.
Ρωτάει ο Πέρικλες:
– Ωρέ αυτόνανε όπου μοιάζει του Σουλεϊμάν κάπου τόνεχω μπανίσει.
– Ο Βίτσας είναι από τσου ντιρετόρους του Συνασπιζμού τση Πρόοδος ήρτε να τσ’ οργανώσει γιατί είναι από τσου μαγείρους στα οργκανωτικά!
– Μα τί; Ανοργάνωτοι είναι; απόρησε ο Πέρικλε.
Πως τσου ψηφάει η μισή Κέρκυρα τότενες; Εδώ επήρανε ως και τσου καλογήρους!
– Μα θα τσου οργανώσει καλύτερα να πάρουνε και τσι νόνες απ’ το ’κλησσίασμα.
– Με τέτοιο μούτρο ε’ούτος μόνο να βαρεί Βιτσιές μού κά’εταισα το μαέστρο το κυρ-Νάνεπού μούχε χαράξει τα πισινά με τη λυγαριά.
– Ηθέλουνε να στερέψουνε τ’ Αριστερό Ρέμα οι από Πάνου, το Φουντάνα, το Στραμποράμπντη, το Σαμόλα και τα’ αλλουνούς π’ εξετρεχότανε τόσα χρόνια.
– Ε! Βιτσιές αυτοί! Παλουκιές, Τσιλικουτιές, Πιτεριές οι άλλοι! Δε τσου θέλουμε τ’ Αθηναίους να πάνε απ’ εκεί πό’ρθανε !
Στη τρίτη Βότικα ‘ρέμησε κάπως ο Πέρικλες. Όχι πό’χε ψηφίσει ποτέ Κόκκινο. Έτσι ορυότουνε… για να τονέ προσέξουνε, αλλά πού να τα καταλάβουνε ε’ούτα τα σκέδια τα κορφιάτικα οι Αθηναίοι.
*Στολίνσκαγια Βότκα από τσι νιοραντσίες πό’μαθε στα ξενοδοχεία ο Πέρικλες.