Του τήνε φέλα’ε η Αγγιολίνα του κυρ-Άντζουλου του μανάβη πού’τουνε πάντα με τ’ Αρχόντοι και πέρονας τα’ Αστενομίας εις τους αιώνας των αιώνων και τώρα έστρωνε ταπί για τσ’ ακαινούργιους.
– Ναι τεγειώνουμε αμιάς να’ρθή ο Αλέξης το γελαστό παιδί ν’αναπνέψουμε!
– Ωρ’ Άντζουλο σε λί’ο θα μας ειπής ότι έριξες και Νεκολούζο το Μπανκάριο Ρόσσο.
– Α! Δε με ξερεις καλά Αγγιολή. Έτσι και ξαναγένει πάλε η Ρουσσία θα έβγω με παντιέρες ρόσσες ειτς τσου δρόμους και θα σηκώσω το κόσμο τσι φωνές, δε θα με κρατεί ούτε ο Άη-Σπυρίδωνας.
– Ωρέ απέ του λό’ου σου περιμένουνε οι Ρούσσοι! Αντί παντιέρες δε κουβαλείς κανά κομιντόρο ρόσσο γιατί αυτά που μας επουλείς είναι χλωμά και χτικιασμένα! Ωσά τη Ρεμπέκκα τη θυ’ατέρα του σιορ-Λινου όπου τσούκανα μπουγάδα και ήτουνε λιγάθυμη ίδιο κολόρο με τα πομιντόρια σου και τηνε στείλανε σε Σανατόριο στην Ερβετία!