Έβανε μπροστά να τοιμάσει βέστα χινωπορινή η Ρακέλε κι έκραξε ράφτρα γκιορνάτα γιατί ’θελε να τηνε κάμη τη παρέλασή της εις την ορκομωσία του μπανκάριου του Δημάρχου.
Είχε λάβει σαρανταοχτάωρη ο Πέρικλες απ’ την αρρεβωνιάρα, κι έκαμε σκάμπα για τη Χώρα να ειδή κανά κούνημα τουριστικό, τι τον είχε πιάκει λυσοντεριά με το χωριάτικο το λάχανο πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
Το Μίκιο πόχει κάμει και Σκολή, έχει μάθει τορναδόρος κ’ είναι καπολαβόρος σε μηχανουργείο εις το παγηό Λιμάνι τόνε σποζάρει η Αγγιολίνα για την Όργα τη γετόνισσα.
Τσ’ είχε μπει η Μαλίνια μέσα της Αγγιολίνας γιατίς η Όργα η θυ’ατέρα τσι Γετόνισσας είχε βάλει ένα κάνταρο στη ζγόρνα με τσι τελευταίες βροχάδες να μαζώξει νερό και δεν έλε’ε να σώσει.
Στη "δημοκρατική" "πολιτισμένη" Κέρκυρα της ανοχής και της υποτιθέμενης σεξουαλικής ελευθερίας υπάρχει πολύς χώρος για τους ομοφοβικούς φασίστες, που ενθαρρύνουν οι εκκλησιαστικές ολονυχτίες και η ακροδεξιά ρητορική του βαθέος κράτους.
Η περιπέτεια του νεαρού συγγραφέα Μόρις Λέσμορ ξεκινάει σε ένα μπαλκόνι στη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης, όπου γράφει τα απομνημονεύματά του. Ξαφνικά ξεσπάει μια άγρια θύελλα που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, ακόμα και τις λέξεις, και ο Μόρις βρίσκεται μόνος σε μια έρημη, κατεστραμμένη και σκοτεινή πόλη, με μόνη παρέα του το βιβλίο του.
Επάντρεψα την αγγονιά, με δόξα και καμάρι / επήρε ένα λεβεντονιό, δυο μέτρα παληκάρι. / Ντεμέλες δε τζ΄αγόρασα μήτε και μαξιλάρια / παρά από ένα λαπιτόπ βαστάνε εις τα ποδάρια.
Είχαμε στο Μαντούκι ένα παιδί με φτιαξιά και τίρο όμορφα που του άρεσαν τ' αγόρια. Γυναικωτό τον φώναζαν οι νοικοκυράδες, Τζιώρτζιο τα κορίτσια που αποζήταγαν τη παρέα του και μοιραζόταν τα μυστικά τους, γιατί ήξερε τα πάντα στη γειτονιά.