Τσ’ είχε μπει η Μαλίνια μέσα της Αγγιολίνας γιατίς η Όργα η θυ’ατέρα τσι Γετόνισσας είχε βάλει ένα κάνταρο στη ζγόρνα με τσι τελευταίες βροχάδες να μαζώξει νερό και δεν έλε’ε να σώσει.
– Ωρή βερμπόζα που θέλεις να βάλεις όλη σου τη Λιντζερία, τέγειωνε που πρέπει να βράσω φασούγια του Πέρικλε.
– Κυρά Αγγιολίνα ασπέτα και πάψε τα κουσκουσαριά και τα μπρόγια τι απόψε παένω Εμπορικό!
– Τότε βάλε εις τη μπουγάδα και τα σοτόκωλα να γένουνε λαμπάντε να φύ’ουνε κ’οι μακιάδες από τον Κόντε-Πεινάο που σ’ έχει χαλασμένηνε μη κ’ εύρεις κανά παιδί εργατικό…