Το Μίκιο πόχει κάμει και Σκολή, έχει μάθει τορναδόρος κ’ είναι καπολαβόρος σε μηχανουργείο εις το παγηό Λιμάνι τόνε σποζάρει η Αγγιολίνα για την Όργα τη γετόνισσα.
Αυτόνανε έβαλε και εκουβάλησε εις του Πελάη την Οργάνωσις το Παμήτε Ούλοι το Πέρικλε πούτανε τότσο ντεφετάδος να μάθη τα ιντερέσα του τώρα όπου εργάζεται εις το Κεσενοδοχείο.
Φαρμακωμένο εύρισε το Πέρικλες.
– Τι έγινε ωρέ Πέρι, αρώτηξε ο Μίκιος.
– Να, κεις που εκουβεντιάζαμε πώς θα κάμουμε κομμουνισμό και θαμάστενε όλοι ίσοι ένα πράμα, τσούπα: “Αφού θαμάστενε ίσοι ούλοι τότενες ποιός θα μας επλερώνει;” Και μου βάνουνε κάτι φωνές που εσειστήκανε οι πύργοι κι επήα κι έφυγα.