Ακουότανε αναστεναξιές – βο΄ητά τσι τρείς ώρες τση νυκτός απ’ τ’ απέναντι στο καντούνι.
Εβ’ήκε αγριεμένη η Αγγιολίνα στη φανέστρα και την έσυρε τη μπατούδα της:
– Ωρέ τώρα πού τεγειώσανε τα ποδόσφαιρα σας εθυμήθηκε να κάμετε πιτσυκλέτα στη πόντα ντι λέτο με το στεφάνι σας!
– Πριχού ησάστενε οκουπάτοι με βάρδιες εις στο Συτοίχημα για μεροκάματο. Τραβήχτε κι ενωρίς το μπουρντούνι σας γιατί επήξαμε τσου μούλους στη γετονιά!
– Έλα μια!