Η Σταματέλα η γετόνισσα τσ’ Αγγιολής είχε βίζιτα από την πρωτευουσιάνα τη νύφη της π’ όλο κεκλοφορεί με κάτι κοντοβράκια κι ούλα τα κρέατα όξω και πού να μαζέψει τα σαββατογεννημένα τα δίδυμα πο’χουνε το Βερζεβούλη μέσα τους από γεννεσημιού τους.
Επήανε να πέσουνε οι πύργοι απ’ τες φωνές τση Σταμάτως.
– Τα λιγόχρονα δεν αφήκανε ούτε ρόποδο όρθιο. Τα τσακίσανε ούλα, τα κάμανε Γης Μαδιάμ! Ως και το γαρδέλι απ’ το κλουβί επελύσανε. Εξεκρεμάσανε τσι κοντρίνες, τα κάντρα, ετσακίσανε τσου καδινάτσους απο τσι πόρτες,δεν έμεινε ρόποδο σου λέω!
– Πάω να βουρλιστώ!
– Μο ’ρχεται ν’ αδράξω τη Μπερέττα του σχωρεμένου του Νούφρη μου και να τα σκοτώτσω και τα δυο ινσιέμε κι απέ να πάω να φουρκιστώ!