Πείτε μου πως παράκουσα, πως είναι από τη θέρμη,
που τέσσερα μερόνυχτα με τυραγνάει την έρμη…
Κουτσά στραβά κατήβηκα να πάω στο σπετσιέρη,
νιάκα σιρόπι ή ντεπό, μ’άκουσα το χουνέρι.
Τάχα συλλαλητήριγιο θα γένει εις το Σαρόκο,
τσι πετριγιές εβάλανε τ’αδοικητή το θόκο.
Θωρώτονε λεβένταρο, εις την τιβί να βγαίνει,
αναριτσιαίνω, ξεφυσώ, το σύφλογο με πιένει.
Iναμοάτα, παναπεί, ιστάνομαι στο πέτο,
σαν τρέμει το τσαούλι του, με τήρο και δεσπέτο
Ακούς εκεί ν’ ασκώσουνε παντιέρα οι ντοτόροι,
και να φαοσπορίσουνε, να παρουνε τα όρη…
Δεν έχουν, λέει, γιατρικά, τσου λείπουνε ‘ργαλεία,
ούτε εικοστετράωρη, αντέχουν φημερία.
Kι απάνου στην εγχείρηση, αυτό κι αν είναι ψέμα,
χαλάνε κι οι γεννήτριγιες σαν κόβεται το ρεύμα.
Πετεγολέτσα παναπεί, τέγεια συκοφαντίες,
ας όψοντ´, Άγιε μου, οι ζερβοί, που ψάχνουνε αιτίες…
Σώνει και η λαδοφωτιά την κούτρα να ταγιάρεις
και στα στραβά τρεις βελονιές, μπορείς να κουμαντάρεις.
Μηνίπως τάχα προβολείς είχε ο Ιπποκράτης;
Η αφεντιά σου από παγιά τσι συνταγές εκράτεις.
Ξορκίστρες, καταπλάσματα, γαργάλες και μολόχα,
το βυζιγαντι μ’ έγειανε σ’ενα ντεφέτο πώ ‘χα.
Τόμου σφαγιά με πιένουνε, μου στρίβουνε τ’αφάλι
και τρεις με ξαβασκάνουνε, όποντας έχω ζάλη.
Τση φάιζερ τα γιατρικά, τι ωφελούν στα ράφια;
Για την ψηλή την πίεση, βεντούζες και ξουράφια.
Με την ποδιά τση η πρωτοθειά, αντίκρυ στο φεγγάρι,
κι αντίσταυρα τρεις μουτζωσιές, την κρίθα ρεμεντιάρει.
Σιόρα Ξουσία, θα στο πώ και μη με μολοήσεις,
ρεντίκολο να μη γενώ και με ειπούν τσι ειδήσεις.
Εφτά ντοτόροι ή δεκαφτά, τσου έχουμε γραμμένοι,
μα σού ‘ρχονται για σύνιαστρο Κορφιάτες μαζωμένοι.
Μη νευρικιάσεις σκιάομαι και μου σε πιάκει κόρπος,
κάμε πως τάχα τσ’άκουσες, και μπάλωστα όπως όπως.
Πρέπον για την ξαφόρμηση να στείλεις πυροσβέστη.
Και για απολυμμαντικά πέντε κιλά ασβέστη.
Πενέψου πως παιδεύτηκες, μα ηύρηκες τη λύση,
και ίσιαμε τη Λαμπριγειά, θα τό ‘χουν λησμονήσει…
Υ.Γ.
Ιώσεις, γρίπες, κορωνιοί, οχιές και σαμαμίδια,
Κι από Θεού βροχάμενοι, κι από τα κεραμμίδια