Έσυρε το ποδάρι τση η Λισαβέτα πρώτη,
έκλαψε η Λόντρα κι ο ντουνιάς, κι όλη ανθρωπότη.
Κι ένα Κοκό που είχαμε, μπουτσούνι εστεμένο,
δίχως τιμές βασιλικές, το χώνουν το φλιμένο.
Ρεντίκολα θα γένουμε στσου βασιλείς τση πλάσης,
και στο συνάφι τους κακές θα δώκουνε συστάσεις.
Αντίς για λεμονοανθό και μυρωδάτες βιόλες,
Οι βατσουνιές ασκώθηκαν στο Θέονε οι καριόλες.
Παλιούροι, γιάροι, ασφακιές, τζαρδίνια άνω κάτω,
πο τη ντροπή μου θα κρουφτώ σαν την οχιά στο βάτο
Ά λάχει η Λαίδη Μίντλετον και γδάρει το γοβάκι,
κι αν η Καμήλα όπως περνά, τση ντέσει το μουστάκι;
Ο Τσάρλης μήπως σπεδιστεί, τρέμω, μην ξαλυστρίσει,
μην πάει από πέσιμο, τη βεντριγιά τσακίσει.
Πάρτε κασάρια, γράβαλους και κάντε τα σεστάδα,
σ’ ένα Τατόι θα κριθεί η δόξα τση Ελλάδα…
Και πείτε τους πως πέρασε πο δώ θεομηνία,
αγιώς ξουφτέρια εις τη Βουλή βαστούνε τα ηνία.
Καπολαβόρο βρίσκουνε τσι λύσεις, με τη μία,
Κιαν δεν πιστεύουν, παρτε τους εις τα νοσοκομεία.
Μόνη μου έγνοια στη ζωή, μην πικραθούνε οι Λόρδοι,
κι απ’ τη μπρεμούρα τη μπολλή, μου φύγανε δυο πόρδοι.
Σπολάετής τους, μια ευκή στα χείλια έχω μόνε,
Ας πάει στο συχώριο του…και τσ’αποδέλοιπόνε.
ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Έσυρε το ποδάρι = λέγεται όταν κάποιος πάει πρώτος και ακολουθουν πολλοί ακόμα.
Η Λόντρα = το Λονδίνο
Μπουτσούνι = κομματάκι
Παλιούροι, γιάροι, ασφακιές = είδη αγρίων θάμνων
Τζαρδίνι = ζαρτινιέρα
ντένω = σκαλώνω
Σπεδίζομαι = μπερδεύω τα βήματά μου
ξαλυστράω = γλυστράω
βεντριά ή Βεντριγιά = το ισχύο
γράσαλος = τσουγκράνα
σεστάδα = νοικοκυρεμένα
καπολαβόρο = αριστούργημα
πρεμούρα = μεγάλη αγωνία
Σπολάετης = πολύχρονοι (εις πολλά ετη)
Αποδέποιποι = οι υπόλοιποι
*ΦΩΤΟ: Από τη σελίδα στο Facebook «O Τσάντος κι o παρτσινέβελος»
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ:
Κάτσε ορνικός: κάτσε καλά, κάτσε ήσυχος.
Παρτσινέβελος: ιδιοκτήτης περιουσίας ή επιχείρησης, αφεντικό.
Έχε τ’ αμέντι (σου): έχε υπ’όψιν, έχε κατά νου, νά ‘χεις το νου σου (ιταλ.”a mente”).
Μουζείο: μουσείο. Συνήθης η μετατροπή του σίγμα σε ζήτα, π.χ. “μουζική”, “μουζέτο”, κατά την ιταλική προφορά.
Γυρεύω: ζητώ, αναζητώ, ψάχνω.
Ρομπαβέκια: παλιό πράγμα, συνήθως άχρηστο, αντίκα (ιταλ.”roba vecchia”).