Οι χαρταετοί, φτιαγμένοι από τα πιο ευτελή υλικά, εφημερίδες, λαδόκολλες, κουρελάκια, ό, τι βρίσκαμε μπροστά μας, ήταν παιγνίδι καθημερινό και όχι έθιμο αποκλειστικά της Καθαράς Δευτέρας.
Τον θυμάμαι στητό και περήφανο, με τσιγκελωτά μουστάκια και με βλέμμα που άστραφτε. Θα έπρεπε να πατάει σε βουνοκορφές, να διασχίζει πελάγη, να τιθασεύει την πέτρα. Αλλά κρατούσε το κυλικείο στον ημιόροφο σε ένα από εκείνα τα σταχτιά μέγαρα γραφείων, Ακαδημίας και Χαριλάου Τρικούπη.
Δεν είναι μόνο που έσβησαν τα τραγούδια, οι φωνές κι οι συγκεντρώσεις. Δεν είναι που ακολούθησε σιωπή για τα σημαντικά. Είναι που ακολούθησε ατελείωτη μπουρδολογία.
Μετά την Αγγιολίνα, τη Σαματέλα, τη σιόρα Ελβίρα, τη Χάιντυ (Χάμκω), τον Τάτο, τον Ντόντο και τον Πέρικλες ακόμη δύο από τους πρωταγωνιστές του δίχρονου κερκυραϊκού σήριαλ.
Από την απώλεια αυτό της φαινόταν το πιο βαρύ, τι γίνονται δηλαδή οι φωτογραφίες των ανθρώπων όταν πεθαίνουν, όταν δεν υπάρχουν πια μάτια γνώριμα να τις κοιτούν και δάχτυλα οικεία να περνάνε πάνω από τα πρόσωπα και τα στιγμιότυπα.
Αλληλοκοιτάχτηκαν ο Γιάννης ο Ταρζάν που πέρναγε μπροστά από τη παγιά εμπορική με το Λουμπούμπα το ψηλό Αφρικάνο που πουλεί ρολόγια και γυαγιά που ήτανε στο απέναντι πεζοδρόμιο στη παγιά Σίγγερ.
Είχαν αγαπηθεί κι είχαν παντρευτεί. Κι ενάντια σε όλες τις προβλέψεις για τις συγκρούσεις και τη φθορά των μεγάλων ερώτων αυτοί ταίριαξαν και έδεσαν πιο πολύ μέσα στη ρουτίνα του κάθε μέρα, δεν μπορούσαν να θυμηθούν καν πως ήταν η ζωή πριν ανταμώσουν.
Στη "δημοκρατική" "πολιτισμένη" Κέρκυρα της ανοχής και της υποτιθέμενης σεξουαλικής ελευθερίας υπάρχει πολύς χώρος για τους ομοφοβικούς φασίστες, που ενθαρρύνουν οι εκκλησιαστικές ολονυχτίες και η ακροδεξιά ρητορική του βαθέος κράτους.
Εζήλωσε την δόξα του Λόρδου Φρειδερίκου Άνταμ που ίδρυσε το πρώτο υδραγωγείο στην ΚερκυράΜας η αξιέραστη Δημαρχίνα μας, που διοικεί με σιδερένιο χέρι τα πλήθη του Δήμου Της, πλαισιωμένη από την πλέον άχρηστη δεκαοχτάδα των ρεκόρ Γκίνες.
Επάντρεψα την αγγονιά, με δόξα και καμάρι / επήρε ένα λεβεντονιό, δυο μέτρα παληκάρι. / Ντεμέλες δε τζ΄αγόρασα μήτε και μαξιλάρια / παρά από ένα λαπιτόπ βαστάνε εις τα ποδάρια.
Πιάσε με αλαμπρατσέτα, όπως πιάνονταν τα κορίτσια παλιά για να πούνε τα μυστικά τους, χαλάρωσε το βήμα σου, πιο θηλυκά παιδί μου, η ζωή θέλει λίγο νάζι, δεν θέλω να μου τρομάξεις τα κορίτσια. Ναι, σ΄αυτές πάμε, θέλω να στις γνωρίσω.
Στην άλλη άκρη του χωριού, έστεκε κουφάρι επιβλητικό, μα τσακισμένο από το χρόνο και την εγκατάλειψη, το αρχοντικό του Μπουζαβιέρη. Οι θρύλοι και το μυστήριο έσφιγγαν τη φήμη των αρχόντων, όπως έσφιγγε σαν μέγγενη το πέτρινο σώμα του σπιτιού, ο τεράστιος κισσός,που η ρίζα του τρυπούσε με ορμή το χώμα.